Δευτέρα 7 Δεκεμβρίου 2009





Δαπάνες υγείας και χρηματοδότηση


Στα κρίσιμα πεδία των δαπανών υγείας και της χρηματοδότησης, τα σημαντικότερα προβλήματα είναι τα εξής:

• Υψηλό ποσοστό δαπανών υγείας (περί το 10% του ΑΕΠ), από το οποίο το 57% είναι το ποσοστό για ιδιωτικές δαπάνες υγείας

• Αδυναμία συγκράτησης των δαπανών υγείας και ιδιαίτερα της φαρμακευτικής δαπάνης

• Αυξημένη χρησιμοποίηση ιδίων πόρων από τα νοικοκυριά – Παραοικονομία (μεγάλη διαφοροποίηση μεταξύ δεδομένων των εθνικών λογαριασμών και της έρευνας οικογενειακών προϋπολογισμών).

• Χαμηλό ποσοστό δημοσίων δαπανών για Π.Φ.Υ. και υψηλό ποσοστό ιδιωτικών δαπανών

• Ανυπαρξία δημοσίων δαπανών για οδοντιατρική περίθαλψη.

• Απουσία ολοκληρωμένου πληροφοριακού συστήματος.

Ειδικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ οι συνολικές (δημόσιες και ιδιωτικές) δαπάνες υγείας στην Ελλάδα ανήλθαν το 2005 στο 10,1% του ΑΕΠ, υπερβαίνοντας κατά πολύ τον μέσο όρο των 30 χωρών του ΟΟΣΑ (9,0%). Για το 2006 το ποσοστό επί του ΑΕΠ περιορίσθηκε στην Ελλάδα σε 9,1% (μέσος όρος χωρών ΟΟΣΑ 8,9%), ήδη δε υπολογίζεται με βάση άλλες εκτιμήσεις ότι το 2009 θα ανέλθει στο 9,7%. Τα ποσοστά αυτά, ωστόσο, είναι υψηλότερα από τα αντίστοιχα της Μ. Βρετανίας, Νορβηγίας, Αυστραλίας, Ισπανίας, Ιαπωνίας, Φινλανδίας, Ιρλανδίας, Λουξεμβούργου κ.λπ.

Μεγάλο μέρος των ήδη πραγματοποιούμενων δαπανών οφείλεται, αφενός στην έλλειψη συστήματος διοίκησης του δημόσιου τομέα υγείας, αφετέρου στην προκλητή ζήτηση υπηρεσιών που σημειώνεται και στους δύο τομείς (δημόσιο και ιδιωτικό).

Το πραγματικό πρόβλημα εντοπίζεται στην εσωτερική σύνθεση των συνολικών δαπανών υγείας (δημόσιες και ιδιωτικές) που σημειώνεται στην Ελλάδα και αναδεικνύει τις σοβαρές στρεβλώσεις («μαύρη οικονομία») του υγειονομικού συστήματος.

Συγκεκριμένα, οι δημόσιες δαπάνες υγείας, ως ποσοστό των συνολικών, ανέρχονταν σε 55% το 1980, σε 53% το 1990, σε 44% το 2000 και σε 43% το 2005. Το τελευταίο αυτό ποσοστό είναι το μικρότερο μεταξύ των 30 χωρών του ΟΟΣΑ, στις οποίες ο μέσος όρος των δημοσίων δαπανών υγείας, ως ποσοστό του συνόλου, ανέρχεται (2005) σε 71%, έναντι 74% που ήταν το 1980. Ενώ δηλαδή στις χώρες του ΟΟΣΑ, κατά την περίοδο 1980-2005 σημειώθηκε μέση μείωση του ποσοστού των δημοσίων δαπανών υγείας κατά 4%, στην Ελλάδα η μείωση έφτασε το 22%.

Από τα παραπάνω προκύπτει ότι το ελληνικό υγειονομικό σύστημα βρίσκεται σε συνεχή και επιταχυνόμενη πορεία «ιδιωτικοποίησης», με την έννοια ότι ο πληθυσμός υποχρεώνεται σε άμεσες πληρωμές για την κάλυψη των αναγκών του, παρότι έχει ήδη προπληρώσει μέσω της κοινωνικής ασφάλισης. Εκτιμάται ότι υπό τις παρούσες συνθήκες, ακόμη και αν αυξηθούν οι δημόσιες δαπάνες υγείας, δεν θα υπάρξει αντιστροφή του φαινομένου, εξαιτίας της παντελούς έλλειψης συστήματος επιστημονικής διοίκησης και ελέγχου της σχέσης κόστους/αποτελεσματικότητας.

Ποια είναι η σημερινή πραγματικότητα

Είναι δεδομένο ότι υπάρχει κακή διαχείριση και σπατάλη των πόρων, τόσο των ανθρώπινων όσο και των οικονομικών. Οι αιτίες είναι συγκεκριμένες:

• Υπάρχουν σημαντικές ελλείψεις στο προσωπικό, ιδίως στις ειδικότητες που σχετίζονται με τις οικονομικές υπηρεσίες και τη σύγχρονη τεχνολογία, ενώ ούτε το υπάρχον προσωπικό αξιοποιείται ορθολογικά.

• Οι προμήθειες συχνά γίνονται είτε χωρίς προγραμματισμό και χωρίς διαγωνισμό, είτε με «φωτογραφικούς» διαγωνισμούς.

• Δεν υπάρχει αντιστοιχία των προμηθειών με τις πραγματικές ανάγκες των νοσοκομείων και δεν γίνεται έλεγχος του ισοζυγίου προμηθειών και κατανάλωσης από τους ασθενείς.

• Παρατηρείται σημαντικός αριθμός μη απαραίτητων εργαστηριακών και κλινικών εξετάσεων.

• Οι ισολογισμοί πολλές φορές είναι πλασματικοί, ενώ δεν γίνεται απολογισμός στο κάθε νοσοκομείο, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να εξαχθούν ούτε καν στοιχειώδη συμπεράσματα για το ποιο είναι το συνολικό κόστος και πώς μπορεί να περιοριστεί η σπατάλη. Και βέβαια, δεν υπάρχουν ούτε συγκριτικά στοιχεία τα οποία να επιτρέπουν τον έλεγχο.

• Επιπλέον, καθυστερεί σημαντικά η χρηματοδότηση των νοσοκομείων, με αποτέλεσμα οι προμήθειες τελικά να επιβαρύνονται με αύξηση 20-30%, λόγω καθυστέρησης στην αποπληρωμή. Αυτό άλλωστε αποτελεί και ένα επιπλέον «παράθυρο» παράνομης συναλλαγής.

Σε τελευταία ανάλυση, αν ερωτηθεί σήμερα το υπουργείο Υγείας ποια είναι η πραγματική κατάσταση σε οποιοδήποτε νοσοκομείο, δεν θα μπορεί να απαντήσει. Για κανένα νοσοκομείο δεν υπάρχει πλήρης εικόνα. Πρόκειται για μία απαράδεκτη κατάσταση, η οποία πρέπει να αντιμετωπιστεί άμεσα, ώστε να εξοικονομηθούν πόροι και ταυτόχρονα να βελτιωθεί η ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών. Χαρακτηριστικά, για την κατάσταση που επικρατεί στα νοσοκομεία, η εικόνα είναι τραγική. Το χρέος των νοσοκομείων ύψους 1 δισ. Ευρώ  ρυθμίστηκαν με μεσομακροπρόθεσμο τραπεζικό δανεισμό μετά την ψήφιση, μάλιστα, διάταξης που νομιμοποιούσε παράνομες συμβάσεις, οι οποίες είχαν κριθεί μη πληρωτέες από το Ελεγκτικό Συνέδριο. Σήμερα, τα νέα χρέη των Νοσοκομείων έχουν ξεπεράσει τα 6,2 δισ. Ευρώ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: